Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τό μωρό

  • 1 μωρό

    το младенец, ребёнок

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μωρό

  • 2 μωρό

    [моро] ουσ ο ребенок. (грудной).

    Эллино-русский словарь > μωρό

  • 3 Αν δεν φωνάζει το μωρό, δεν το ταΐζει η μάνα του

    Αν δεν φωνάζει το μωρό, δεν το ταΐζει η μάνα του
    – Αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί
    Дитя не плачет – мать не разумеет
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008
    ——————
    Αν δεν φωνάζει το μωρό, δεν το ταΐζει η μάνα του
    Дитя не плачет — мать не разумеет
    Источник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αν δεν φωνάζει το μωρό, δεν το ταΐζει η μάνα του

  • 4 αλλάζω

    (αόρ. άλλαξα, παθ. αόρ. αλλάχτηκα, μτχ. ηρκ. αλλαγμένος и αλλασμένος) 1. μετ.
    1) менять, изменять;

    αλλάζω φύλλο ( — или τό χαβά) — менять тактику, поведение;

    αλλάζω την έννοια — извращать смысл;

    αλλάζω γνώμη — раздумать, передумать; — изменить мнение;

    αυτό δεν αλλάζει την υπόθεση — это не меняет дела;

    2) менять, сменять, переменять;

    αλλάζω τον αέρα — сменить, переменить климат;

    αλλάζω επάγγελμα — сменить квалификацию, переквалифицироваться;

    αλλάζω θέση — менять место, пересаживаться;

    αλλάζω σπίτι — переезжать на другую квартиру;

    αλλά γυναίκα (άνδρα) — сменить жену (мужа);

    αλλάζω ρούχα — сменить одежду, переодеться;

    αλλάζω ασπρόρουχα — менять нижнее бельё;

    αλλάζω τό μωρό — перепеленать ребёнка;

    αλλάζω την πληγή — делать перевязку;

    τό μωρό αλλάζει δόντια — у младенца меняются зубы;

    αλλάζω δόντια — протезировать зубы;

    άλλαξαν τ· άλογα τους они поменялись конями;
    3) менять, разменивать (деньги); άλλαξε μου ένα εκατοστάρικο разменяй мне сто драхм; 4) пересаживаться, делать пересадку;

    αλλάζω τραίνο — пересесть на другой поезд;

    § του άλλαξε τον αδόξαστο στο ξύλο он его здорово избил;
    του άλλαξε τον αδόξαστο στη δουλιά он его за- ставил работать до седьмого пота; 2. αμετ. 1) меняться, измениться;

    αλλάζω προς — то καλλίτερο — меняться к лучшему;

    αλλάζω έκφραση — меняться в лице;

    άλλαξαν οι καιροί времени изменились, времена не те;
    2) сменяться, заменяться;

    αλλάζει η κυβέρνηση — сменяется правительство;

    3) переодеваться; менять бельё;

    πρέπει να αλλάξω — мне нужно переодеться; — мне нужно сменить бельё;

    § αυτό αλλάζεν απροσ — другое дело;

    αν είναι όπως το λες, τότε αλλάζει — если это так, тогда другое дело;

    άλλαξε ο Μανωλιός και φόρεσε τα ρούχα αλλοιώς погов. ничего не изменилось, всё осталось по-прежнему; ≈ перевеска порток на другой гвоздок;
    ο λύκος κι· αν εγέρασε κν· άλλαξε το μαλλί του ούτε την γνώμην άλλαξε ούτε και την βουλή του (или την κεφαλή του) погов, волк каждый год линяет, да обычай не меняет

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αλλάζω

  • 5 Αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί

    Αν δεν φωνάζει το μωρό, δεν το ταΐζει η μάνα του
    – Αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί
    Дитя не плачет – мать не разумеет
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008
    ——————
    Αν δεν φωνάζει το μωρό, δεν το ταΐζει η μάνα του
    Дитя не плачет — мать не разумеет
    Источник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί

  • 6 μωροκλεπτης

        - ου ὅ глупый вор Aesop.

    Древнегреческо-русский словарь > μωροκλεπτης

  • 7 μωρολογεω

        говорить глупости Plut.

    Древнегреческо-русский словарь > μωρολογεω

  • 8 μωρολογημα

        - ατος τό глупые речи, глупости, вздор Epicur. ap. Plut.

    Древнегреческо-русский словарь > μωρολογημα

  • 9 μωρολογος

        2
        говорящий глупости Arst.

    Древнегреческо-русский словарь > μωρολογος

  • 10 μωροποιεομαι

        поступать глупо Polyb.

    Древнегреческо-русский словарь > μωροποιεομαι

  • 11 μωροσοφος

        2
        ирон. глупый мудрец или умный дурак Luc.

    Древнегреческо-русский словарь > μωροσοφος

  • 12 ακοίμητος

    η, ο [ος, ον ]
    1) неспящий; неспавший;

    ακοίμητο μωρό — неспавший ребёнок;

    2) бдительный, неусыпный;

    ακοίμητ φρουρός — неусыпный страж;

    § ακοίμητο πύρ — неугасимое пламя

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ακοίμητος

  • 13 βαραίνω

    (αόρ. (ε)βάρυνα) 1. μετ.
    1) давить (своей тяжестью);

    με βαραίνει το παλτό μου — у меня тяжёлое пальто;

    2) перен. обременять, надоедать;
    σε βάρυνα με τίς συχνές επισκέψεις μου я тебе надоел своими частыми визитами; 3) делать тяжелее, утяжелять;

    μη βαραίνεις το στομάχι σου — не перегружай желудок;

    4) ложиться, падать на... (об ответственности и т. п.);

    ποιόν βαραίνει η επελθούσα ζημία; — кто несёт ответственность за причинённый ущерб?;

    5) отягчать, усугублять (вину);
    2. αμετ. 1) иметь вес, значение; 2) прибавлять в весе, тяжелеть;

    όσο πάει και βαραίνει το μωρό — ребёнок растёт и поправляется;

    3) накреняться, наклоняться (от тяжести);
    4) становиться хуже, ухудшаться (о здоровье); осложняться (о болезни);

    ο άρρωστος βαραίνει — больному хуже;

    5) перен. давить, угнетать, удручать, огорчать;

    με βαραίνουν οι φροντίδες — меня тяготят заботы;

    6) скучать, грустить, тосковать;
    7) испытывать чувство досады; 8) чувствовать себя разбитым, ослабевать; дряхлеть

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βαραίνω

  • 14 γούστο

    τό
    1) прям., перен. вкус;

    ντύνομαι με γούστο — одеваться со вкусом, красиво;

    έχω καλό (κακό) γούστο — иметь хороший (плохой) вкус;

    2) удовольствие, веселье, хорошее настроение;

    κάνω γούστοнаслаждаться (чём-л.), находить удовольствие (в чём-л.);

    3) прихоть, каприз, причуда;

    του κάνει όλα τα γούστα — онв исполняет все его капризы; — она.потакает ему во всём;

    τό κάνω έτσι γιά ( — или γιά ένα) γούστο — делать что-л, для своего собственного удовольствия, из прихоти;

    § δεν ειναι τού γούστου μου — или δεν το κάνω γούστο — это мне не нравится; — это не в моём вкусе;

    ειναι ζήτημα γούστου — Зто дело вкуса;

    έχει γούστο να... ирон. — было бы забавно..., было

    бы здорово...;

    έχει πολύ γούστο αυτό το μωρό — это прелестный ребёнок;

    ο καθένας με τα γοδστα του погов, на вкус и на цвет товарища нет

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γούστο

  • 15 καλοπιάνω

    (αόρ. καλόπιασα) μετ.
    1) относиться, подходить по-хорошему (АС кому-чему-л.); 2) льстить (кому-л.), заискивать, угодничать (перед кем-л.); 3) приласкать; успокоить, утешить;

    καλοπιάνω τό μωρό — успокоить ребёнка;

    4) крепко хватать

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καλοπιάνω

  • 16 πρωτομιλώ

    πρωτομιλάω μετ., αμετ.
    1) говорить первым; 2) заговорить впервые;

    τό μωρό προχθές πρωτομίλησε — ребёнок начал говорить позавчера

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πρωτομιλώ

  • 17 φωνάζω

    (αόρ. (ε)φώναξα) μετ., αμετ.
    1) кричать; орать, вопить (разг); горланить (прост.);

    βράχνιασα να φωνάζω — я охрип от крика;

    2) кричать (на кого-л.); отчитывать (кого-л.);
    3) перен. взывать, призывать;

    τό αίμα του φωνάζει εκδίκηση — кровь его взывает к мести;

    4) звать; окликать;

    φωνάζω βοήθεια — звать на помощь;

    5) вызывать; приглашать;

    φωνάζω τό γιατρό — вызывать врача;

    6) выкликать, вызывать поимённо, по списку;

    § φωνάζει ο κλέφτης να φύγει ο νοικοκύρης — погов, вор кричит:

    «держи вора»;

    φωνάζουν τ' άγρια να διώξουν τα ήμε- ρα — посл, баламутят воду, чтобы половить рыбку в мутной воде;

    άν δεν φωνάζει το μωρό, δεν το ταΐζει ( — или δεν τοβ δίνει να φάει) η μάνα του — погов, дитя не плачет — мать не разумеет

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φωνάζω

  • 18 χρονιάζω

    αμετ. достигать одного года;
    χρόνιασε το μωρό ребенку исполнился год; χρόνιασε ο μακαρίτης исполнился год со дня его смерти

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χρονιάζω

  • 19 φωτίζω

    φωτίζω ρ. μετβ.
    1) освещать, озарять;
    2) (для Бога) просвещать людей, управлять их жизнью:

    ο Θεός να σε φωτίζει! Да просветит его Господь!;

    3) φωτίζομαι креститься, принимать таинство крещения:

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > φωτίζω

См. также в других словарях:

  • μωρό — το (Μ μωρόν) βλ. μωρός …   Dictionary of Greek

  • μωρό — το το βρέφος, το νήπιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… …   Dictionary of Greek

  • μωρ(ο)- — (ΑΜ μωρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μωρός, ά, όν καί προσδίδει στο δηλούμενο από το β συνθετικό τη σημ. «ανόητος, κουτός, άμυαλος» (πρβλ. μωρόσοφος, μωροπόνηρος, μωροφιλόδοξος). Παράλληλα προς αυτό το σύστημα τών λόγιων… …   Dictionary of Greek

  • μωρός — ή, ὁ (ΑΜ μωρός, ά, όν, Α αττ. τ. μῶρος, ον, Μ και ἄμωρος, ον) 1. (και ως ουσ. για πρόσ.) ανόητος, κουτός, άμυαλος, ελαφρόμυαλος 2. (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μωρό (μτφ) …   Dictionary of Greek

  • Τήλεφος — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Ηρακλή και της Αύγης, κόρης του βασιλιά της Τεγέας, Αλεού, και ιέρειας της Αθηνάς. Μόλις γεννήθηκε, η μητέρα του τον έκρυψε στο ιερό άλσος της Αθηνάς, όπου τον βρήκε ο Αλεός. Ο Αλεός… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… …   Dictionary of Greek

  • νηνί — και νινί (Μ νην[ν]ίον και νιν[ν]ίον) 1. νεογέννητο ανθρώπου, μωρό, βρέφος 2. ομοίωμα νεογέννητου, κούκλα νεοελλ. 1. είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη τού οφθαλμού 2. (κατ επέκτ.) η κόρη τού οφθαλμού 3. (ιδιωμ.) μεταξοσκώληκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν.… …   Dictionary of Greek

  • πορτμπεμπέ — το, N άκλ. φορητό λίκνο, καλαθάκι για μωρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. porte bebe < porter «φέρω» + bebe «βρέφος, μωρό»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»